ἐνίλλω

ἐνίλλω
ἐνίλλω,
A look askance, Paus.Gr.Fr.209:—also [full] ἐνιλλώπτω, Ael. Dion.ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενίλλω — ἐνίλλω (Α) [ίλλω] 1. βλέπω κάποιον με λοξό, περιφρονητικό βλέμμα 2. εμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύω …   Dictionary of Greek

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”